- κομψευτής
- ο франт, щеголь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κομψευτής — ο αυτός που ντύνεται κομψά ή με επιτηδευμένη κομψότητα, ο κομψευόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek